Greek Meaning of fiend
δαίμονας
Other Greek words related to δαίμονας
- Θηρίο
- βάρβαρος
- εγκληματίας
- διάβολος
- Τέρας
- παραβάτης
- άγριος
- κακός
- δυστυχής
- δολοφόνος
- κακός
- ληστής
- απατεώνας
- κακούργος
- γκάνγκστερ
- βαρύς
- κυνηγόσκυλο
- αχρείος
- κακός άνθρωπος
- μοχθηρός
- κακούργος
- άχρηστος
- δράστης
- Τσαμπουκάς
- άσωτος
- απατεώνας
- Σκαλέγουακας
- κακομοίρης
- παλιόπαιδο
- άσωτος
- Φίδι
- κακούργος
- κακούργος
- κακός
- Κάθαρμα
- Μπράβο
- CAD
- απάτη
- κατάδικος
- ένοχος
- αδίστακτος
- Απελπισμένος
- κακούργος
- μπάχαλος
- ένοπλος
- φτέρνα
- αλήτης
- Χούλιγκαν
- κρατούμενος
- παραβάτης
- απατεώνας
- κακούργος
- παράνομος
- εκβιαστής
- τραχύς
- θορυβώδης
- τραμπούκος
- φίδι
- αμαρτωλός
- βρωμύλος
- σκληρός
- παραβάτης
- παραβάτης
- Κακός
- Οχιά
- κακοποιός
- εγκληματίας
Nearest Words of fiend
- fieldy => Φίλντυ
- fieldworker => υπαίθριος εργάτης
- fieldwork => Εργασία πεδίου
- field-test => Επιτόπιος έλεγχος
- fieldstone => πέτρα πεδίου
- fieldsman => παίκτης αμύνης
- field-sequential color tv system => Σύστημα έγχρωμης τηλεόρασης πεδίου-σειράς
- field-sequential color tv => Χρωματική τηλεόραση με διαδοχική σάρωση
- field-sequential color television system => Σύστημα τηλεόρασης έγχρωμης σειράς
- field-sequential color television => Τηλεόραση με διαδοχικά πεδία με χρώμα
Definitions and Meaning of fiend in English
fiend (n)
a cruel wicked and inhuman person
an evil supernatural being
a person motivated by irrational enthusiasm (as for a cause)
fiend (n.)
An implacable or malicious foe; one who is diabolically wicked or cruel; an infernal being; -- applied specifically to the devil or a demon.
FAQs About the word fiend
δαίμονας
a cruel wicked and inhuman person, an evil supernatural being, a person motivated by irrational enthusiasm (as for a cause)An implacable or malicious foe; one w
Θηρίο,βάρβαρος,εγκληματίας,διάβολος,Τέρας,παραβάτης,άγριος,κακός,δυστυχής,δολοφόνος
άγγελος,ήρωας,αθώος,Άγιος
fieldy => Φίλντυ, fieldworker => υπαίθριος εργάτης, fieldwork => Εργασία πεδίου, field-test => Επιτόπιος έλεγχος, fieldstone => πέτρα πεδίου,