Greek Meaning of fiendful
δαιμονικός
Other Greek words related to δαιμονικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of fiendful
- fiend => δαίμονας
- fieldy => Φίλντυ
- fieldworker => υπαίθριος εργάτης
- fieldwork => Εργασία πεδίου
- field-test => Επιτόπιος έλεγχος
- fieldstone => πέτρα πεδίου
- fieldsman => παίκτης αμύνης
- field-sequential color tv system => Σύστημα έγχρωμης τηλεόρασης πεδίου-σειράς
- field-sequential color tv => Χρωματική τηλεόραση με διαδοχική σάρωση
- field-sequential color television system => Σύστημα τηλεόρασης έγχρωμης σειράς
Definitions and Meaning of fiendful in English
fiendful (a.)
Full of fiendish spirit or arts.
FAQs About the word fiendful
δαιμονικός
Full of fiendish spirit or arts.
No synonyms found.
No antonyms found.
fiend => δαίμονας, fieldy => Φίλντυ, fieldworker => υπαίθριος εργάτης, fieldwork => Εργασία πεδίου, field-test => Επιτόπιος έλεγχος,