FAQs About the word fieldwork

Εργασία πεδίου

a temporary fortification built by troops in the fieldAny temporary fortification thrown up by an army in the field; -- commonly in the plural.

No synonyms found.

No antonyms found.

field-test => Επιτόπιος έλεγχος, fieldstone => πέτρα πεδίου, fieldsman => παίκτης αμύνης, field-sequential color tv system => Σύστημα έγχρωμης τηλεόρασης πεδίου-σειράς, field-sequential color tv => Χρωματική τηλεόραση με διαδοχική σάρωση,