Greek Meaning of fieldwork
Εργασία πεδίου
Other Greek words related to Εργασία πεδίου
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of fieldwork
- field-test => Επιτόπιος έλεγχος
- fieldstone => πέτρα πεδίου
- fieldsman => παίκτης αμύνης
- field-sequential color tv system => Σύστημα έγχρωμης τηλεόρασης πεδίου-σειράς
- field-sequential color tv => Χρωματική τηλεόραση με διαδοχική σάρωση
- field-sequential color television system => Σύστημα τηλεόρασης έγχρωμης σειράς
- field-sequential color television => Τηλεόραση με διαδοχικά πεδία με χρώμα
- fields => πεδία
- fieldpiece => Πυροβόλο πεδίου μάχης
- field-pea plant => Φυτό μπιζελιού
Definitions and Meaning of fieldwork in English
fieldwork (n)
a temporary fortification built by troops in the field
fieldwork (n.)
Any temporary fortification thrown up by an army in the field; -- commonly in the plural.
FAQs About the word fieldwork
Εργασία πεδίου
a temporary fortification built by troops in the fieldAny temporary fortification thrown up by an army in the field; -- commonly in the plural.
No synonyms found.
No antonyms found.
field-test => Επιτόπιος έλεγχος, fieldstone => πέτρα πεδίου, fieldsman => παίκτης αμύνης, field-sequential color tv system => Σύστημα έγχρωμης τηλεόρασης πεδίου-σειράς, field-sequential color tv => Χρωματική τηλεόραση με διαδοχική σάρωση,