Greek Meaning of fieldpiece
Πυροβόλο πεδίου μάχης
Other Greek words related to Πυροβόλο πεδίου μάχης
- Αρκέβουσα
- Μπλαυντέρμπους
- Οπισθογεμής
- Culverin
- Πυροβόλο όπλο
- Φωτιά
- πυροβόλο όπλο με πυρίτιο
- αρκεβούζιο
- Πυροσωλήνας
- μουσκέτο
- λειόκαννο
- χέρι
- καραμπίνα
- Ευρωπαϊκό περίστροφο
- γάτα
- θερμότητα
- Πολυβόλο
- κομμάτι
- Περίστροφο
- ράβδος
- Ρόσκο
- αυτοφορτωτής
- ημιαυτόματο
- Πλευρικό όπλο
- Περίστροφο
- Έξι-shooter
- Όπλο ελαφρύ
- Πολυβόλο
- εικοσι δύο
- Επιθετικό τουφέκι
- αυτόματος
- σαράντα πέντε
- επαναλήπτης
- ψαροντούφεκο
- Τόμσον
Nearest Words of fieldpiece
- field-pea plant => Φυτό μπιζελιού
- fieldmouse => Αγριόποντικος
- fielding average => Μέσος όρος στο γήπεδο
- fielding => Φίλντινγκ
- fieldhand => Εργάτης γης
- field-grade officer => Επίγειος αξιωματούχος
- fieldfare => Σταυρομύτης
- fielder's choice => Επιλογή του παίκτη
- fielder => αμυντικός
- field-emission microscope => Μικροσκόπιο εκπομπής πεδίου
- fields => πεδία
- field-sequential color television => Τηλεόραση με διαδοχικά πεδία με χρώμα
- field-sequential color television system => Σύστημα τηλεόρασης έγχρωμης σειράς
- field-sequential color tv => Χρωματική τηλεόραση με διαδοχική σάρωση
- field-sequential color tv system => Σύστημα έγχρωμης τηλεόρασης πεδίου-σειράς
- fieldsman => παίκτης αμύνης
- fieldstone => πέτρα πεδίου
- field-test => Επιτόπιος έλεγχος
- fieldwork => Εργασία πεδίου
- fieldworker => υπαίθριος εργάτης
Definitions and Meaning of fieldpiece in English
fieldpiece (n.)
A cannon mounted on wheels, for the use of a marching army; a piece of field artillery; -- called also field gun.
FAQs About the word fieldpiece
Πυροβόλο πεδίου μάχης
A cannon mounted on wheels, for the use of a marching army; a piece of field artillery; -- called also field gun.
Αρκέβουσα,Μπλαυντέρμπους,Οπισθογεμής ,Culverin,Πυροβόλο όπλο,Φωτιά,πυροβόλο όπλο με πυρίτιο,αρκεβούζιο,Πυροσωλήνας,μουσκέτο
No antonyms found.
field-pea plant => Φυτό μπιζελιού, fieldmouse => Αγριόποντικος, fielding average => Μέσος όρος στο γήπεδο, fielding => Φίλντινγκ, fieldhand => Εργάτης γης,