Greek Meaning of fielding
Φίλντινγκ
Other Greek words related to Φίλντινγκ
- αντιμετώπιση
- χειρισμός
- διαχείριση
- χειραγώγηση
- διαπραγμάτευση
- λήψη
- θεραπεία
- (με) αντιμαχόμενος
- αντιμετώπιση (με)
- πάλη (με)
- χάκινγκ
- Μανούβρες
- παίζοντας
- κούνια
- φέρνοντας off
- μεταφορά
- πραγματοποιώντας
- πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα
- επιτακτικός
- Ελεγχόμενος
- σκηνοθεσία
- Μηχανική
- φινέτσα
- κατεβαίνω
- Καθοδήγηση
- Έλεγχος σε κάτι
- ελιγμός
- Μικροδιαχείριση
- τράβηγμα
- αντιδρώντας (σε)
- Ρυθμιστικό
- Ανταποκρινόμενος (σε)
- τρέξιμο
- διεύθυνση
Nearest Words of fielding
- fieldhand => Εργάτης γης
- field-grade officer => Επίγειος αξιωματούχος
- fieldfare => Σταυρομύτης
- fielder's choice => Επιλογή του παίκτη
- fielder => αμυντικός
- field-emission microscope => Μικροσκόπιο εκπομπής πεδίου
- field-effect transistor => Διπολικό τρανζίστορ
- fielded => επί γηπέδου
- field-crop => καλλιέργεια αγρού
- field wormwood => Αρτεμισία η κοινή
- fielding average => Μέσος όρος στο γήπεδο
- fieldmouse => Αγριόποντικος
- field-pea plant => Φυτό μπιζελιού
- fieldpiece => Πυροβόλο πεδίου μάχης
- fields => πεδία
- field-sequential color television => Τηλεόραση με διαδοχικά πεδία με χρώμα
- field-sequential color television system => Σύστημα τηλεόρασης έγχρωμης σειράς
- field-sequential color tv => Χρωματική τηλεόραση με διαδοχική σάρωση
- field-sequential color tv system => Σύστημα έγχρωμης τηλεόρασης πεδίου-σειράς
- fieldsman => παίκτης αμύνης
Definitions and Meaning of fielding in English
fielding (n)
(baseball) handling the ball while playing in the field
English novelist and dramatist (1707-1754)
fielding (p. pr. & vb. n.)
of Field
fielding (n.)
The act of playing as a fielder.
FAQs About the word fielding
Φίλντινγκ
(baseball) handling the ball while playing in the field, English novelist and dramatist (1707-1754)of Field, The act of playing as a fielder.
αντιμετώπιση,χειρισμός,διαχείριση,χειραγώγηση,διαπραγμάτευση,λήψη,θεραπεία,(με) αντιμαχόμενος,αντιμετώπιση (με),πάλη (με)
καταστροφή,αδέξιος,αδέξιος,χάνοντας (πάνω),κακομεταχείριση,Μάφιν,χαλάω (πάνω),Καταστροφή,απουσία,κλώτσημα
fieldhand => Εργάτης γης, field-grade officer => Επίγειος αξιωματούχος, fieldfare => Σταυρομύτης, fielder's choice => Επιλογή του παίκτη, fielder => αμυντικός,