Greek Meaning of guiding
Καθοδήγηση
Other Greek words related to Καθοδήγηση
- συνοδευτικός
- κοουτσινγκ
- συμβουλευτική
- κορυφαία
- καθοδήγηση
- βοσκός
- δείχνει
- διεύθυνση
- διδασκαλία
- Ιδιαίτερα μαθήματα
- Συμβουλευτική
- σκηνοθεσία
- Ενημέρωση
- πλοήγηση
- κλιμάκωση
- εκπαίδευση
- περνώντας
- παρών
- ενημέρωση
- συνοδεία
- νηοπομπή
- Καλλιεργώ
- διάτρηση
- Μηχανική
- διαφωτιστικός
- καλλιέργεια
- ανάδοχος
- εμφορούντας
- διδασκαλία δογμάτων
- διδάσκοντας
- θρεπτικός
- την εποπτεία
- φοίτηση
- βλέποντας
- Ξυλοφόρος
- επίβλεψη
- ταλαντεύομαι
Nearest Words of guiding
- guideword => λέξη οδηγός
- guideress => οδηγός
- guider => Οδηγός
- guidepost => ορόσημο
- guideline => οδηγία
- guideless => χωρίς οδηγό
- guided missile frigate => Κατευθυνόμενη φρεγάτα πυραύλων
- guided missile destroyer => Κατευθυνόμενος πύραυλος καταστροφέας
- guided missile cruiser => Κατευθυνόμενος πύραυλος καταδρομικό
- guided missile => Κατευθυνόμενος πύραυλος
Definitions and Meaning of guiding in English
guiding (s)
exerting control or influence
showing the way by conducting or leading; imposing direction on
guiding (p. pr. & vb. n.)
of Guide
FAQs About the word guiding
Καθοδήγηση
exerting control or influence, showing the way by conducting or leading; imposing direction onof Guide
συνοδευτικός,κοουτσινγκ,συμβουλευτική,κορυφαία,καθοδήγηση,βοσκός,δείχνει,διεύθυνση,διδασκαλία,Ιδιαίτερα μαθήματα
επόμενος,με καθυστέρηση,Περίπατος με το σκύλο,καταδίωξη,σκιαγράφηση,ουρά,γλέντια πριν το παιχνίδι
guideword => λέξη οδηγός, guideress => οδηγός, guider => Οδηγός, guidepost => ορόσημο, guideline => οδηγία,