FAQs About the word seeing

βλέποντας

perception by means of the eyes, normal use of the faculty of vision, having vision, not blindof See

εστίαση,οπτικός,τυφλός,εστίαση,οφθαλμικός,Οπτικός,οπτικός

Μη οπτικός

seeger => Σίγκερ, seedy => ξεπεσμένος, seedtime => εποχή σποράς, seedsmen => εμπόροι σπόρων, seedsman => σποροπώλης,