FAQs About the word optic

Οπτικός

the organ of sight, of or relating to or resembling the eye, relating to or using sightThe organ of sight; an eye., An eyeglass., Alt. of Optical

οπτικός,οφθαλμικός,οπτικός,εστίαση,βλέποντας,τυφλός

Μη οπτικός

optez => επιλέγω, optatively => προαιρετικά, optative mood => ευκτική διάθεση, optative => ευκτικός, optation => επιλογή,