Greek Meaning of optic
Οπτικός
Other Greek words related to Οπτικός
Nearest Words of optic
- optic axis => Οπτικός άξονας
- optic chiasm => οπτικό χίασμα
- optic chiasma => Χίασμα οπτικών νεύρων
- optic cup => Βάθος θηλής
- optic disc => Οπτικός δίσκος
- optic disk => θηλή οπτικού νεύρου
- optic nerve => οπτικό νεύρο
- optic radiation => Οπτική ακτινοβολία
- optic tract => Οπτικό μονοπάτι
- optical => οπτικός
Definitions and Meaning of optic in English
optic (n)
the organ of sight
optic (a)
of or relating to or resembling the eye
relating to or using sight
optic (a.)
The organ of sight; an eye.
An eyeglass.
Alt. of Optical
FAQs About the word optic
Οπτικός
the organ of sight, of or relating to or resembling the eye, relating to or using sightThe organ of sight; an eye., An eyeglass., Alt. of Optical
οπτικός,οφθαλμικός,οπτικός,εστίαση,βλέποντας,τυφλός
Μη οπτικός
optez => επιλέγω, optatively => προαιρετικά, optative mood => ευκτική διάθεση, optative => ευκτικός, optation => επιλογή,