FAQs About the word focusing

εστίαση

the concentration of attention or energy on something, the act of bringing into focusof Focus

οφθαλμικός,Οπτικός,οπτικός,οπτικός,βλέποντας,τυφλός

Μη οπτικός

focuses => εστιάζεται, focused => εστιασμένος, focus on => εστιάζω σε, focus => Εστίαση, fo'c'sle => πλώρη,