Greek Meaning of shepherding
βοσκός
Other Greek words related to βοσκός
- διοίκηση
- έλεγχος
- κατεύθυνση
- Διακυβέρνηση
- μόλυβδος
- Ηγεσία
- διαχείριση
- παρακολούθηση
- πλοήγηση
- τρέξιμο
- διεύθυνση
- φροντίδα
- στρατηγικό αξίωμα
- κυβέρνηση
- καθοδήγηση
- τήρηση
- παρατήρηση
- παρατηρώντας
- εποπτεία
- αστυνόμευση
- κανονισμός
- διαχείριση
- εποπτεία
- επίβλεψη
- επιτήρηση
- Αιγίδα
- υπό την αιγίδα
- χρέωση
- επιτροπεία
- ηγεσία
- Προστασία
- βασιλεία
- Κανόνας
- επιθεώρηση
- επιτροπεία
- κηδεμονία
Nearest Words of shepherding
- shepherdish => ποιμενικός
- shepherdism => ποιμενικισμός
- shepherdling => βοσκός
- shepherdly => ποιμενικός
- shepherd's clock => Ποιμενικό ρολόι
- shepherd's crook => Ποιμενικό ραβδί
- shepherd's pie => Ποιμενική πίτα
- shepherd's pipe => Ποιμενική σύριγγα
- shepherd's pouch => Ποιμενική θήκη
- shepherd's purse => Τσобανόπουλο
Definitions and Meaning of shepherding in English
shepherding (p. pr. & vb. n.)
of Shepherd
FAQs About the word shepherding
βοσκός
of Shepherd
διοίκηση,έλεγχος,κατεύθυνση,Διακυβέρνηση,μόλυβδος,Ηγεσία,διαχείριση,παρακολούθηση,πλοήγηση,τρέξιμο
No antonyms found.
shepherdias => Shepherdias, shepherdia => Shepherdia, shepherdess => Ποιμενίς, shepherded => βοσκός, shepherd dog => ποιμενικός σκύλος,