Greek Meaning of shepherded
βοσκός
Other Greek words related to βοσκός
- συνοδεύεται
- προπονημένος
- καθοδηγούμενος
- οδήγησε
- έδειξε
- διέκοψε
- συμβουλευμένος
- συμβούλεψε
- Συνοδευόμενος
- με καθοδήγηση
- πιλοταρισμένο
- δίδαξε
- εκπαιδευμένος
- διδαγμένος
- περπάτησε μέσα από
- παρακολούθησε
- ενημερώθηκε
- συνοδευόμενος
- συνοδευόμενος
- Καλλιεργούμενος
- Σκηνοθετημένο
- τρυπημένος
- σχεδιασμένος
- διαφωτισμένος
- ενθαρρυνόμενος
- νονός
- εμπεδωμένο
- διδαγμένος
- ενημερωμένος
- εκπαιδευμένος
- περιποιημένος
- επιβλέπειν
- είδε
- εκπαιδευμένος
- ιπποκόμος
- επιβλεπόταν
- επιβλεπόμενη
- επηρεάστηκε
Nearest Words of shepherded
Definitions and Meaning of shepherded in English
shepherded (imp. & p. p.)
of Shepherd
FAQs About the word shepherded
βοσκός
of Shepherd
συνοδεύεται,προπονημένος,καθοδηγούμενος,οδήγησε,έδειξε,διέκοψε,συμβουλευμένος,συμβούλεψε,Συνοδευόμενος,με καθοδήγηση
No antonyms found.
shepherd dog => ποιμενικός σκύλος, shepherd => Ποιμένας, shepen => πρόβατο, shepard => βοσκός, sheol => σιωλή,