Greek Meaning of piloted
πιλοταρισμένο
Other Greek words related to πιλοταρισμένο
- συνοδεύεται
- προπονημένος
- καθοδηγούμενος
- έδειξε
- διέκοψε
- συμβουλευμένος
- συμβούλεψε
- Συνοδευόμενος
- οδήγησε
- με καθοδήγηση
- βοσκός
- δίδαξε
- εκπαιδευμένος
- διδαγμένος
- περπάτησε μέσα από
- παρακολούθησε
- ενημερώθηκε
- συνοδευόμενος
- συνοδευόμενος
- Καλλιεργούμενος
- Σκηνοθετημένο
- τρυπημένος
- σχεδιασμένος
- διαφωτισμένος
- ενθαρρυνόμενος
- νονός
- εμπεδωμένο
- διδαγμένος
- ενημερωμένος
- εκπαιδευμένος
- περιποιημένος
- επιβλέπειν
- είδε
- εκπαιδευμένος
- ιπποκόμος
- επιβλεπόταν
- επιβλεπόμενη
- επηρεάστηκε
Nearest Words of piloted
- pilotage => πιλοτάρισμα
- pilot wheel => Τιμόνι
- pilot whale => Φάλαινα πιλότος
- pilot valve => πιλοτική βαλβίδα
- pilot project => Πιλοτικό πρόγραμμα
- pilot program => πιλοτικό πρόγραμμα
- pilot light => φλόγα πιλότου
- pilot lamp => ενδεικτική λυχνία
- pilot ladder => Σκάλα πιλότου
- pilot flag => Σημαία πιλότου
Definitions and Meaning of piloted in English
piloted (imp. & p. p.)
of Pilot
FAQs About the word piloted
πιλοταρισμένο
of Pilot
συνοδεύεται,προπονημένος,καθοδηγούμενος,έδειξε,διέκοψε,συμβουλευμένος,συμβούλεψε,Συνοδευόμενος,οδήγησε,με καθοδήγηση
ακολούθησε,συρόμενος,επίμονος,καταδιωκόμενος,σκιασμένος,Ουράς,να είναι πίσω από την ουρά
pilotage => πιλοτάρισμα, pilot wheel => Τιμόνι, pilot whale => Φάλαινα πιλότος, pilot valve => πιλοτική βαλβίδα, pilot project => Πιλοτικό πρόγραμμα,