Greek Meaning of piloted

πιλοταρισμένο

Other Greek words related to πιλοταρισμένο

Definitions and Meaning of piloted in English

Webster

piloted (imp. & p. p.)

of Pilot

FAQs About the word piloted

πιλοταρισμένο

of Pilot

συνοδεύεται,προπονημένος,καθοδηγούμενος,έδειξε,διέκοψε,συμβουλευμένος,συμβούλεψε,Συνοδευόμενος,οδήγησε,με καθοδήγηση

ακολούθησε,συρόμενος,επίμονος,καταδιωκόμενος,σκιασμένος,Ουράς,να είναι πίσω από την ουρά

pilotage => πιλοτάρισμα, pilot wheel => Τιμόνι, pilot whale => Φάλαινα πιλότος, pilot valve => πιλοτική βαλβίδα, pilot project => Πιλοτικό πρόγραμμα,