Greek Meaning of pilotless
μη επανδρωμένο
Other Greek words related to μη επανδρωμένο
Nearest Words of pilotless
Definitions and Meaning of pilotless in English
pilotless (s)
lacking a pilot
FAQs About the word pilotless
μη επανδρωμένο
lacking a pilot
πιλότος,Πιλότος,Συγκυβερνήτης,φυλλάδιο,φυλλάδιο,άσσος,Αεροπόρος ακροβατικών,Πτηνοάνθρωπος,Πιλότος σαβάνας,Καπετάνιος
αποδεκτό,προηγμένος,καθιερωμένος,πρότυπο,ανεπτυγμένη,τελικός,μόνιμο,ελέγχθηκε,Καταληκτικός,αποφασιστικός
pilotism => Πιλοτισμός, piloting => πλοήγηση, pilothouse => Πιλοτήριο, pilotfish => Πιλότος ιχθύς, piloted => πιλοταρισμένο,