FAQs About the word pilotry

πιλοτάρισμα

Pilotage; skill in the duties of a pilot.

No synonyms found.

No antonyms found.

pilotless aircraft => Μη επανδρωμένο εναέριο όχημα, pilotless => μη επανδρωμένο, pilotism => Πιλοτισμός, piloting => πλοήγηση, pilothouse => Πιλοτήριο,