Greek Meaning of birdman
Πτηνοάνθρωπος
Other Greek words related to Πτηνοάνθρωπος
Nearest Words of birdman
- birdnest => Φωλιά πουλιού
- bird-nest => πουλί-φωλιά
- birdnesting => Συμμετοχική γονική μέριμνα
- bird-on-the-wing => πουλί στην πτέρυγα
- bird's eye => οπτική γωνία πουλιού
- bird's eye view => Προοπτική πουλιού
- bird's foot => Πόδι του πουλιού
- bird's foot clover => αστράγαλος
- bird's foot trefoil => Πουλί πόδι τριφύλλι
- bird's nest => Φωλιά πουλιών
Definitions and Meaning of birdman in English
birdman (n.)
A fowler or birdcatcher.
An aviator; airman.
FAQs About the word birdman
Πτηνοάνθρωπος
A fowler or birdcatcher., An aviator; airman.
πιλότος,πιλότος,Πιλότος,φυλλάδιο,φυλλάδιο,άσσος,Αεροπόρος ακροβατικών,Πιλότος σαβάνας,Καπετάνιος,Συγκυβερνήτης
No antonyms found.
birdling => νεοσσός, birdlime => Κόλλα για πουλιά, birdlike => πτηνοειδής, birdlet => Πουλί, birding => Παρατήρηση πουλιών,