Greek Meaning of birdlike
πτηνοειδής
Other Greek words related to πτηνοειδής
- πλάσμα
- Πάπια
- τύπος
- ζωή
- άντρας
- άτομο
- μωρό
- (είναι)
- σώμα
- Χαρακτήρας
- Μπισκότο
- μπισκότο
- πελάτης
- διάβολος
- αυγό
- Πρόσωπο
- άνθρωπος
- άνθρωπος
- άτομο
- θνητός
- πάρτι
- Πρόσωπο
- προσωπικότητα
- ανιχνευτής
- διαλέγω
- ψυχή
- δείγμα
- πράγμα
- wight
- σώμα
- αδελφός
- Διασημότητα
- συνάδελφος
- κεφάλι
- ομινοειδές
- Ομοφυλόφιλος
- ανθρωποειδής
- γείτονας
- εαυτό
- αλήτης
- κάποιος
- Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
- άκαμπτος
Nearest Words of birdlike
- birdlime => Κόλλα για πουλιά
- birdling => νεοσσός
- birdman => Πτηνοάνθρωπος
- birdnest => Φωλιά πουλιού
- bird-nest => πουλί-φωλιά
- birdnesting => Συμμετοχική γονική μέριμνα
- bird-on-the-wing => πουλί στην πτέρυγα
- bird's eye => οπτική γωνία πουλιού
- bird's eye view => Προοπτική πουλιού
- bird's foot => Πόδι του πουλιού
Definitions and Meaning of birdlike in English
birdlike (a.)
Resembling a bird.
FAQs About the word birdlike
πτηνοειδής
Resembling a bird.
πλάσμα,Πάπια,τύπος,ζωή,άντρας,άτομο,μωρό,(είναι),σώμα,Χαρακτήρας
ζώο,Θηρίο,κτήνος,βάρβαρος,πλάσμα
birdlet => Πουλί, birding => Παρατήρηση πουλιών, birdikin => Μπερντίκιν, birdie => μπέρντι, birdhouse => Πουλόσπιτο,