Greek Meaning of wight
wight
Other Greek words related to wight
- πουλί
- πλάσμα
- τύπος
- ζωή
- άντρας
- άτομο
- μωρό
- (είναι)
- σώμα
- σώμα
- Χαρακτήρας
- Μπισκότο
- μπισκότο
- πελάτης
- διάβολος
- Πάπια
- αυγό
- Πρόσωπο
- άνθρωπος
- άνθρωπος
- άτομο
- θνητός
- πάρτι
- Πρόσωπο
- προσωπικότητα
- ανιχνευτής
- Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
- διαλέγω
- ψυχή
- δείγμα
- πράγμα
- αδελφός
- Διασημότητα
- συνάδελφος
- κεφάλι
- ομινοειδές
- Ομοφυλόφιλος
- ανθρωποειδής
- γείτονας
- εαυτό
- αλήτης
- κάποιος
- άκαμπτος
Nearest Words of wight
Definitions and Meaning of wight in English
wight (n)
a human being; `wight' is an archaic term
an isle and county of southern England in the English Channel
wight (n.)
Weight.
A whit; a bit; a jot.
A supernatural being.
A human being; a person, either male or female; -- now used chiefly in irony or burlesque, or in humorous language.
wight (a.)
Swift; nimble; agile; strong and active.
FAQs About the word wight
wight
a human being; `wight' is an archaic term, an isle and county of southern England in the English ChannelWeight., A whit; a bit; a jot., A supernatural being., A
πουλί,πλάσμα,τύπος,ζωή,άντρας,άτομο,μωρό,(είναι),σώμα,σώμα
ζώο,Θηρίο,βάρβαρος,πλάσμα,κτήνος
wigher => βαρύτερος, wiggly => στριφογυριστός, wiggliness => κούνημα, wiggler => κούνια, wiggle room => περιθώριο ελιγμών,