Greek Meaning of wiggly

στριφογυριστός

Other Greek words related to στριφογυριστός

Definitions and Meaning of wiggly in English

Wordnet

wiggly (s)

curved or curving in and out

moving in a twisting or snake-like or wormlike fashion

FAQs About the word wiggly

στριφογυριστός

curved or curving in and out, moving in a twisting or snake-like or wormlike fashion

ανήσυχος,ανήσυχος,αγχωμένος,Τρέμουλο,σπασμωδικός,σπασμωδικός,αναστατωμένος,ανήσυχος,Στριφτό,ανυπόμονος

Ήρεμος,συλλεγέν,κουλ,εύκολος,ακίνητος,ακόμα,χαλαρός

wiggliness => κούνημα, wiggler => κούνια, wiggle room => περιθώριο ελιγμών, wiggle nail => τρέμουλο στα νύχια, wiggle => κουνηθείτε,