FAQs About the word quaking

τρεμάμενο

of Quake, a. & n. from Quake, v.

τρεμούλιασμα,τρεμουλιαστός,ταλαντευόμενο,Τρέμουλο,τρεμάμενος,Τρέμουλο,σπασμός,κούνημα,Ταλάντωση,Τρέμω

ελεγχόμενος,στερεός,σταθερός,σταθερός,εγκαταστημένος

quaketail => Σεισμικός κώδικας, quakery => μαγγανεία, quakers => Κουάκεροι, quakerly => κουακερικός, quakerlike => κουακερικός,