Greek Meaning of rocking
ταλαντευόμενο
Other Greek words related to ταλαντευόμενο
Nearest Words of rocking
- rocking chair => Καθιστική πολυθρόνα
- rocking horse => Κουνιστό αλογάκι
- rocking-chair => Πολυθρόνα
- rockingham => Ρόκινγχαμ
- rockingham podocarp => Podocarpus rockinghamianus
- rocking-horse => Κουνιστό αλογάκι
- rocking-stone => Τροχοπέτρα
- rock-inhabiting => πετρόβιο
- rocklay => Βράχος
- rockless => Βραχώδης
Definitions and Meaning of rocking in English
rocking (p. pr. & vb. n.)
of Rock
rocking (a.)
Having a swaying, rolling, or back-and-forth movement; used for rocking.
FAQs About the word rocking
ταλαντευόμενο
of Rock, Having a swaying, rolling, or back-and-forth movement; used for rocking.
κούνημα,τρεμούλιασμα,Ταλάντωση,τρεμάμενο,τρεμουλιαστός,Τρέμουλο,τρεμάμενος,Τρέμουλο,σπασμός,Τρέμω
No antonyms found.
rockiness => βραχώδης, rockies => Ρόκυς, rockford => Ρόκφορντ, rockfoil => Σαξιφράγκα, rockfish => σκορπίνα,