FAQs About the word twitching

σπασμός

a sudden muscle spasm; especially one caused by a nervous condition

τρεμουλιαστός,Τρέμουλο,τρεμάμενος,τρεμάμενος,Τρέμουλο,δόνηση,κούνημα,Ταλάντωση,ταλαντευόμενο,τρέμω

χαλαρωτικό,ξεκούραστος,χαλάρωση,ηρεμία,καταπραϋντικό

twitch => σπασμός, twit => τιτίβισμα, twisty => στριφτό, twistwood => Twistwood, twisting => Στρέβλωση,