Greek Meaning of stilling
καταπραϋντικό
Other Greek words related to καταπραϋντικό
- συναρπαστικός
- αποκλεισμός
- αλίευση
- έλεγχος
- ανακοπή
- στάση
- στάση
- ανατροφή
- κράτηση
- εμποδίζοντας
- κατοχή
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- σχέδιο
- κρατώντας
- διαμονή
- Ριζοποίηση
- αναστολή
- απορίας άξιο
- αντίσταση
- Αποκλεισμός
- κλήση
- απόφραξη
- τελικός
- κόβοντας
- καταδικαστικός
- διακοπή
- τέλος
- καταπιεστικός
- Υποανάπτυξη
- καταληκτικός
- συγκράτηση
- εμπόδια
- σύνθλιψη
- καταπιεστικός
- Επιτάχυνση
- Αιμόσταση
- κατασταλτικός
- επιστροφή
Nearest Words of stilling
Definitions and Meaning of stilling in English
stilling
designed for taking still photographs, to make or become motionless or silent, calm, tranquil, sedentary, distillery, distill, quiet, silence, to put to an end, free from noise or commotion, a still photograph, a photograph of actors or scenes of a motion picture for publicity or documentary purposes, allay, calm, free from noise or turbulence, in a progressive manner, tranquil, calm, beyond this, even sense 1b, a device used in distillation, always, continually, of, relating to, or being a static photograph as contrasted with a motion picture, without motion, to make quiet, not effervescent, to become motionless or silent, devoid of or abstaining from motion, a static photograph, yet sense 1a, in spite of that, quiet entry 1, silence, not moving, even entry 3 sense 4, subdued, muted, uttering no sound, to put an end to, to arrest the motion of, apparatus used in distillation comprising either the chamber in which the vaporization is carried out or the entire equipment, of, relating to, or being an ordinary photograph rather than a motion picture, silence, up to this or that time, engaged in taking still photographs
FAQs About the word stilling
καταπραϋντικό
designed for taking still photographs, to make or become motionless or silent, calm, tranquil, sedentary, distillery, distill, quiet, silence, to put to an end,
συναρπαστικός,αποκλεισμός,αλίευση,έλεγχος,ανακοπή,στάση,στάση,ανατροφή,κράτηση,εμποδίζοντας
συνεχόμενος,μετακινούμενο,επίμονος,διαδικασία,συνεχίζοντας,συνέχιση (σε),Τήρηση,εκτελείται σε,ενεργοποιημένος,προελαύνοντας
stilled => ησυχασμένο, still less => ακόμα λιγότερο, still and all => Παρ' όλα αυτά, stilettos => στιλέτο, stilettoes => στιλέτο,