Greek Meaning of wending

ελικοειδής

Other Greek words related to ελικοειδής

Definitions and Meaning of wending in English

Webster

wending (p. pr. & vb. n.)

of Wend

FAQs About the word wending

ελικοειδής

of Wend

πηγαίνω,ταξιδεύοντας,πορεία,περνώντας,διαδικασία,υπερβολική ταχύτητα,ταξίδι,ταξιδεύω,Επιταχυνόμενος,προελαύνοντας

συναρπαστικός,αποκλεισμός,έλεγχος,καθυστέρηση,κράτηση,ανακοπή,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,διακόπτωντας,εμποδίζοντας

wendic => βενδικός, wended => ελικοειδής, wende => wende, wend => στρέφω, wenchless => χωρίς δούλες,