Greek Meaning of wends
Βένδες
Other Greek words related to Βένδες
- καθυστερήσεις
- Συλλήψεις
- τετράγωνα
- επιταγές
- σταματά
- εμποδίζει
- εμποδίζει
- διακοπές
- Εμποδίζει
- καταπιέζει
- επιβραδύνει (προς τα κάτω ή προς τα πάνω)
- μίσχοι
- καταστέλλει
- λείψανα
- πάγκοι
- μένει
- σταματά
- εμπόδια
- σταματά
- Κατέχει
- εμπόδια
- κρατάει πίσω
- _
- παύσεις
- βάσεις
- Περιμένει
- κράμπες
- ας το αφήσουμε
- υποχωρεί
- ακροβατικά
Nearest Words of wends
Definitions and Meaning of wends in English
wends (n. pl.)
A Slavic tribe which once occupied the northern and eastern parts of Germany, of which a small remnant exists.
FAQs About the word wends
Βένδες
A Slavic tribe which once occupied the northern and eastern parts of Germany, of which a small remnant exists.
Πορείες,έσοδα,πάει,περνάει,προοδεύει,τρέχει,ταχύτητες,ταξίδια,κάνει,ταξίδια
καθυστερήσεις,Συλλήψεις,τετράγωνα,επιταγές,σταματά,εμποδίζει,εμποδίζει,διακοπές,Εμποδίζει,καταπιέζει
wendish => Βενδικός, wending => ελικοειδής, wendic => βενδικός, wended => ελικοειδής, wende => wende,