Greek Meaning of stalls

πάγκοι

Other Greek words related to πάγκοι

Definitions and Meaning of stalls in English

Wordnet

stalls (n)

a farm building for housing horses or other livestock

FAQs About the word stalls

πάγκοι

a farm building for housing horses or other livestock

σταματά,Συλλήψεις,τετράγωνα,πιάνει,σταματά,μένει,φέρνει επάνω,επιταγές,εκπονεί,εμποδίζει

έσοδα,συνεχίζει,συνεχίζεται,συνεχίζει (να),συνομιλεί,κινήσεις,επιμένει,λειτουργεί με,Πορείες,προόδους

stallion => επιβήτορας, stalling => στάση, stall-fed => Τρεφόμενο στο στάβλο, stall bar => Πλάγιος στύλος, stall => περίπτερο,