Greek Meaning of continues
συνεχίζεται
Other Greek words related to συνεχίζεται
Nearest Words of continues
- continuations => συνέχειες
- continua => συνεχίζεται
- contingents => αποσπάσματα
- contingent (on or upon) => εξαρτώμενος (από ή από)
- contingencies => απρόβλεπτες περιστάσεις
- continents => ήπειροι
- Continentals => Ηπειρωτικός Στρατός
- contexture => συνοχή
- contests => διαγωνισμοί
- contesting => διαγωνιζόμενος
- continuingly => συνεχώς
- continuities => οι συνέχειες
- continuums => συνεχείς
- contorting => στρεβλώνοντας
- contours => Υψομετρικές καμπύλες
- contract (for) => (σύμβαση (για))
- contracted (for) => (συμβόλαιο (για))
- contracting (for) => σύναψη συμβάσεων (για)
- contractions => Συγκρούσεις
- contracts => συμβόλαια
Definitions and Meaning of continues in English
continues
to postpone (a legal proceeding) by a continuance, to resume after intermission, to allow to remain in a place or condition, to postpone (a legal proceeding) to a future day, to resume an activity after interruption, to maintain without interruption a condition, course, or action, to remain in existence, to keep going or add to, to cause to continue, to do or cause to do the same thing without stopping, to remain in a place or condition, to go on or carry on after an interruption, keep up, maintain
FAQs About the word continues
συνεχίζεται
to postpone (a legal proceeding) by a continuance, to resume after intermission, to allow to remain in a place or condition, to postpone (a legal proceeding) to
διαρκεί,επιμένει,λείψανα,ανέχεται,παραμένει,μένει,επιβιώνει,διαμένει,κρατάει,κρατάει
σταματά,κλείνει,καταλήγει,Ασθένεια,τέλη,Λήγει,τελειώνει,παραλείψεις,περνάει,σταματά
continuations => συνέχειες, continua => συνεχίζεται, contingents => αποσπάσματα, contingent (on or upon) => εξαρτώμενος (από ή από), contingencies => απρόβλεπτες περιστάσεις,