Greek Meaning of contorting
στρεβλώνοντας
Other Greek words related to στρεβλώνοντας
Nearest Words of contorting
- contours => Υψομετρικές καμπύλες
- contract (for) => (σύμβαση (για))
- contracted (for) => (συμβόλαιο (για))
- contracting (for) => σύναψη συμβάσεων (για)
- contractions => Συγκρούσεις
- contracts => συμβόλαια
- contracts (for) => συμβόλαια (για)
- contradictable => αντιφατικός
- contradicted => Αντιφατικός
- contradicting => αντιφατικός
Definitions and Meaning of contorting in English
contorting
to twist into an unusual appearance or unnatural shape, to twist into or as if into a strained shape or expression, to twist in a violent manner
FAQs About the word contorting
στρεβλώνοντας
to twist into an unusual appearance or unnatural shape, to twist into or as if into a strained shape or expression, to twist in a violent manner
curling,παραμορφώνω,παραμορφωτικό,βίδωμα,βασανίζοντας,παραμορφωτικός,Παραμόρφωση,Στραβισμός,παραμόρφωση,περιτύλιγμα
ίσιωμα,άκαμπτος,ξεδίπλωμα
continuums => συνεχείς, continuities => οι συνέχειες, continuingly => συνεχώς, continues => συνεχίζεται, continuations => συνέχειες,