FAQs About the word wresting

πάλη

of Wrest

στρέφω,Στρέβλωση,εκχύλιση,τραβώ,κλειδί,σπαρακτικό,στύψιμο,yank,εξάρθρωση,μετατόπιση

εισάγοντας,εγκατάσταση,ενσταλάζοντας,εμφύτευση,εμπλοκή,Γέμιση,κράμπαρης,εμβολισμός,σφήνωση

wrester => παλαιστής, wrested => wrest, wrest => παλεύω, wren-tit => Βασιλίσκος, wrenching => σπαρακτικό,