Greek Meaning of wretchedly
άθλια
Other Greek words related to άθλια
- κακός
- άσχημα
- φτωχά
- φοβερά
- φρικτά
- ανεπαρκώς
- τρομερά
- απαράδεκτα
- ανικανοποιητικά
- ελλιπώς
- απαίσια
- απαίσια
- φρικτά
- τρομερά
- καταραμένος
- απογοητευτικά
- καταστροφικά
- κατάφωρα
- απροκάλυπτα
- χονδροειδώς
- ακατάλληλα
- λανθασμένα
- απρεπώς
- ανεπαρκώς
- ανυπόφορα
- χάλια
- πενιχρά
- άθλια
- σκανταλιάρικα
- απεχθώς
- κατακριτέα
- σάπιος
- φτωχικά
- πρόχειρα
- αβάσταχτος
- Ανεκλάλητος
- ακατάλληλα
- αισχρά
- αγενώς
- αποτρόπαιος
- φρικαλέος
- φοβερά
Nearest Words of wretchedly
Definitions and Meaning of wretchedly in English
wretchedly (r)
in a wretched manner
wretchedly (adv.)
In a wretched manner; miserably; despicable.
FAQs About the word wretchedly
άθλια
in a wretched mannerIn a wretched manner; miserably; despicable.
κακός,άσχημα,φτωχά,φοβερά,φρικτά,ανεπαρκώς,τρομερά,απαράδεκτα,ανικανοποιητικά,ελλιπώς
αποδεκτά,κατάλληλα,Εντάξει,κατάλληλα,σωστά,αξιοπρεπώς,καλό,κατάλληλα,καλός,ωραία
wretch => δυστυχής, wrestling ring => Ρινγκ πάλης, wrestling match => Πάλη, wrestling mat => Ταπί πάλης, wrestling hold => Πάλη,