Greek Meaning of meagerly
πενιχρά
Other Greek words related to πενιχρά
- τρομερά
- ολοκληρωτικά
- σημαντικά
- ολόκληρος
- Ειδικά
- υπερβαίνων
- υπερβολικά
- εκτενώς
- επιπλέον
- πολύ
- μακριά
- γεμάτος
- πολύ
- πολύ
- πολύ
- πολύ
- ισχυρός
- τα περισσότερα
- πολύς
- ιδιαίτερα
- αποκλειστικά
- πραγματικός
- δεξιά
- σημαντικά
- έτσι
- σημαντικά
- σούπερ
- τρομερά
- διεξοδικά
- επίσης
- ολοκληρωτικά
- ολοκληρωτικά
- πολύ
- κάτι
- άφθονα
- αισθητά
- φρικτός
- θηριώδης
- θανατηφόρος
- εξόχως
- εξαιρετικά
- τρομακτικά
- γενναιόδωρα
- ωραία
- χαρούμενος
- θνησιμαία
- αισθητά
- τρίζοντας
- με διάκριση
- μεγαλοπρεπώς
- πολύ
- ελευθέρως
- ψηλαφητά
- άφθονα
Nearest Words of meagerly
Definitions and Meaning of meagerly in English
meagerly (a)
deficient in amount or quality or extent
meagerly (r)
to a meager degree or in a meager manner
meagerly (adv.)
Alt. of Meagrely
FAQs About the word meagerly
πενιχρά
deficient in amount or quality or extent, to a meager degree or in a meager mannerAlt. of Meagrely
μικρός,ονομαστικά,αραιά,μόλις,περιθωριακός,ελάχιστα,σπάνια,αμελητέο,μόλις,μόνο
τρομερά,ολοκληρωτικά,σημαντικά,ολόκληρος,Ειδικά,υπερβαίνων,υπερβολικά,εκτενώς,επιπλέον,πολύ
meager => πενιχρός, mead's milkweed => Σκίνο, meadowy => λιβαδένιος, meadowwort => Πριμούλα, meadowsweet => σπειραία η γλυκιά,