Greek Meaning of eminently

εξόχως

Other Greek words related to εξόχως

Definitions and Meaning of eminently in English

Wordnet

eminently (r)

in an eminent manner

Webster

eminently (adv.)

In an eminent manner; in a high degree; conspicuously; as, to be eminently learned.

FAQs About the word eminently

εξόχως

in an eminent mannerIn an eminent manner; in a high degree; conspicuously; as, to be eminently learned.

άσχημα,διάολε,κατάρατος,απελπισμένα,πολύ,μακριά,πολύ,απίστευτα,χαρούμενος,τα περισσότερα

μικρός,ονομαστικά,Λίγο πολύ,μόλις,μόνο,περιθωριακός,ελάχιστα,σπάνια,αμελητέο,μόλις

eminent domain => Δικαίωμα απαλλοτρίωσης, eminent => εξέχον, eminency => Η Αγιώτατη Εξοχότητά Σας, eminences => εξοχότητες, eminence grise => Γκριζ υπεροχή,