Greek Meaning of heavily
πολύ
Other Greek words related to πολύ
- άσχημα
- διάολε
- κατάρατος
- απελπισμένα
- Ειδικά
- πολύ
- μακριά
- πολύ
- πολύ
- απίστευτα
- έντονα
- τα περισσότερα
- πολύς
- πραγματικά
- σοβαρά
- σοβαρά
- έτσι
- τρομερά
- επίσης
- πολύ
- άγρια
- πολύ
- απόλυτα
- πονηρά
- φρικτός
- τρομερά
- θηριώδης
- κόκαλο
- ολοκληρωτικά
- σημαντικά
- ράγισμα
- θανατηφόρος
- βαθιά
- εξόχως
- τεράστια
- ολόκληρος
- υπερβαίνων
- υπερβολικά
- εξαιρετικά
- εκτενώς
- επιπλέον
- θαυμάσια
- φανταστικά
- άγρια
- τρομακτικά
- γεμάτος
- πολύ
- εξαιρετικά
- χαρούμενος
- πολύ
- ισχυρός
- θνησιμαία
- ιδιαίτερα
- περνώντας
- θετικά
- τρίζοντας
- πραγματικός
- αξιοσημείωτα
- βρυχιό
- σημαντικά
- πονεμένος
- πολύ
- ειδικά
- τέτοιος
- σούπερ
- εξαιρετικά
- Υπερβολικά
- ότι
- διεξοδικά
- χτυπώντας
- ολοκληρωτικά
- σπάνια
- ολοκληρωτικά
- πολύ
- ζωτικά
- τρόπος
- εξολοκλήρου
- κακός
- οδυνηρά
- τεράστια
- καλός και
- κυρίως
- άφθονα
- παντοδύναμος
- συνολικά
- καταπληκτικά
- αισθητά
- εκπληκτικά
- αστρονομικά
- Φελλός
- δαγκ
- με διάκριση
- απολύτως
- ποτέ
- υπερβολικά
- Βρόμικος
- πλήρως
- μεγαλοπρεπώς
- αισθητά
- τερατώδης
- τεράστιος
- μνημειακά
- αξιοσημείωτα
- αισθητά
- ανήθικα
- φανερά
- υπερβολικά
- ψηλαφητά
- προφανώς
- άφθονα
- βαθύτατα
- αποκλειστικά
- ριζικά
- δεξιά
- βρυχηθμού
- Ξύλο
- εκπληκτικά
- βρωμερός
- σημαντικά
- ασυνήθιστος
- ορατά
- πολύ
- ξεκάθαρος
- με το γκάζι στο τέρμα
Nearest Words of heavily
- heavier-than-air craft => Βαρύτερο από τον αέρα σκάφος
- heavier-than-air => βαρύτερο από τον αέρα
- heaves => ανασηκώνει
- heaver => γερανός
- heavenwards => προς τον ουρανό
- heavenwardly => ουράνιος
- heavenward => προς τον ουρανό
- heaven-sent => ουράνιος
- heavens => ουρανοί
- heavenlyminded => ουράνιας διάθεσης
Definitions and Meaning of heavily in English
heavily (r)
to a considerable degree
in a heavy-footed manner
with great force
in a manner designed for heavy duty
slowly as if burdened by much weight
in a labored manner
indulging excessively
heavily (adv.)
In a heavy manner; with great weight; as, to bear heavily on a thing; to be heavily loaded.
As if burdened with a great weight; slowly and laboriously; with difficulty; hence, in a slow, difficult, or suffering manner; sorrowfully.
FAQs About the word heavily
πολύ
to a considerable degree, in a heavy-footed manner, with great force, in a manner designed for heavy duty, slowly as if burdened by much weight, in a labored ma
άσχημα,διάολε,κατάρατος,απελπισμένα,Ειδικά,πολύ,μακριά,πολύ,πολύ,απίστευτα
μικρός,ονομαστικά,Λίγο πολύ,μόλις,μόνο,ελάχιστα,αμελητέο,μόλις,περιθωριακός,πενιχρά
heavier-than-air craft => Βαρύτερο από τον αέρα σκάφος, heavier-than-air => βαρύτερο από τον αέρα, heaves => ανασηκώνει, heaver => γερανός, heavenwards => προς τον ουρανό,