Greek Meaning of plentifully

άφθονα

Other Greek words related to άφθονα

Definitions and Meaning of plentifully in English

Wordnet

plentifully (r)

in a bountiful manner

FAQs About the word plentifully

άφθονα

in a bountiful manner

άφθονα,άφθονα,άφθονα,αισθητά,ευρέως,σημαντικά,εκτενώς,αισθητά,σημαντικά,αστρονομικά

μικρός,μετριοπαθώς,ονομαστικά,μόλις,μόλις,ανεπαίσθητα,μόνο,μικροσκοπικώς,ελάχιστα,λεπτομερώς

plentiful => άφθονο, plenties => αφθονία, plentevous => άφθονο, plenteousness => αφθονία, plenteously => άφθονα,