Greek Meaning of plentifulness
αφθονία
Other Greek words related to αφθονία
Nearest Words of plentifulness
Definitions and Meaning of plentifulness in English
plentifulness (n)
a full supply
FAQs About the word plentifulness
αφθονία
a full supply
αφθονία,πλάτος,λαμπρότητα,υπεραφθονία,πληρότητα,αφθονία,πολύ,περίσσεια ,πλεόνασμα,αφθονία
ανεπάρκεια,ανεπάρκεια,έλλειψη,έλλειψη,σκασίματα,Έλλειψη,έλλειμμα,λιμός,ανεπάρκεια,ανάγκη
plentifully => άφθονα, plentiful => άφθονο, plenties => αφθονία, plentevous => άφθονο, plenteousness => αφθονία,