Greek Meaning of scantiness

σπανιότητα

Other Greek words related to σπανιότητα

Definitions and Meaning of scantiness in English

Wordnet

scantiness (n)

the quality of being meager

Webster

scantiness (n.)

Quality or condition of being scanty.

FAQs About the word scantiness

σπανιότητα

the quality of being meagerQuality or condition of being scanty.

έλλειψη,έλλειψη,έλλειψη,απουσία,Έλλειψη,έλλειμμα,ξηρασία,ξηρασία,αποτυχία,λιμός

αφθονία,επάρκεια,πλάτος,λαμπρότητα,πληρότητα,πολύ,Επάρκεια,πλούτος,αφθονία,αφθονία

scantily clad => Σχεδόν γυμνή, scantily => αραιά, scanted => μειώθηκε, scant => αραιός, scansorial => (δενδρόβιος),