Greek Meaning of scantness
Ελλειψη
Other Greek words related to Ελλειψη
- αφθονία
- πλάτος
- πολύ
- παρουσία
- πλεόνασμα
- πλούτος
- επάρκεια
- ανταμοιβή
- συμφωνία
- κατακλυσμός
- περίσσεια
- πλημμύρα
- Ταμείο
- φορτία
- πολύ
- μάζα
- βουνό
- υπερπροσφορά
- σωρός
- πληρότητα
- πισίνα
- Κατσαρόλα
- ποσότητα
- Σχεδία
- Στοίβα
- απόθεμα
- Επάρκεια
- προμήθεια
- τόμος
- μπουσέλ
- κρυφή μνήμη
- ορδές
- στοίβα
- θησαυρός
- άπειρα
- υπεραφθονία
- ράμφισμα
- αφθονία
- αφθονία
- αφθονία
- σωροί
- κρυψώνα
- απόθεμα
- Αφθονία
- περίσσεια
- βαμβάκι
- φύλλα
Nearest Words of scantness
Definitions and Meaning of scantness in English
scantness (n)
the quality of being meager
scantness (n.)
The quality or condition of being scant; narrowness; smallness; insufficiency; scantiness.
FAQs About the word scantness
Ελλειψη
the quality of being meagerThe quality or condition of being scant; narrowness; smallness; insufficiency; scantiness.
απουσία,έλλειψη,έλλειμμα,αποτυχία,λιμός,ανεπάρκεια,έλλειψη,Λιτότητα,φτώχεια,σπανιότητα
αφθονία,πλάτος,πολύ,παρουσία,πλεόνασμα,πλούτος,επάρκεια,ανταμοιβή,συμφωνία,κατακλυσμός
scantly => σπάνια, scantling => scantling, scantlet => Λέπι, scantle => Φειδωλός, scanting => μείωση βάρους,