Greek Meaning of privation
στέρηση
Other Greek words related to στέρηση
Nearest Words of privation
- privates => στρατιώτες
- privateness => ιδιωτικότητα
- privately held corporation => Ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία
- privately => εγκληματικά
- privateersman => πειρατής
- privateer => Κορσάρος
- private-enterprise => ιδιωτική επιχείρηση
- private treaty => ιδιωτική συμφωνία
- private security force => Ιδιωτική δύναμη ασφαλείας
- private school => Ιδιωτικό σχολείο
- privatisation => Ιδιωτικοποίηση
- privatise => ιδιωτικοποιώ
- privatization => Ιδιωτικοποίηση
- privatize => ιδιωτικοποιώ
- privet => Φιλίκι
- privet andromeda => Πικροδάφνη
- privet hedge => Φράχτης από πυξάρια
- privilege => προνόμιο
- privilege against self incrimination => Προνομια εναντιον του αυτοενοχοποιησης
- privilege of the floor => Δικαίωμα λόγου
Definitions and Meaning of privation in English
privation (n)
a state of extreme poverty
act of depriving someone of food or money or rights
FAQs About the word privation
στέρηση
a state of extreme poverty, act of depriving someone of food or money or rights
στέρηση,έλλειψη,απουσία,άρνηση,απώλεια,πένθος,Έλλειψη,έλλειψη,στέρηση,δήμευση
έλεγχος,ιδιοκτησία,κατοχή,συσσώρευση,κέρδος,Αποκτώντας
privates => στρατιώτες, privateness => ιδιωτικότητα, privately held corporation => Ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία, privately => εγκληματικά, privateersman => πειρατής,