Greek Meaning of privation

στέρηση

Other Greek words related to στέρηση

Definitions and Meaning of privation in English

Wordnet

privation (n)

a state of extreme poverty

act of depriving someone of food or money or rights

FAQs About the word privation

στέρηση

a state of extreme poverty, act of depriving someone of food or money or rights

στέρηση,έλλειψη,απουσία,άρνηση,απώλεια,πένθος,Έλλειψη,έλλειψη,στέρηση,δήμευση

έλεγχος,ιδιοκτησία,κατοχή,συσσώρευση,κέρδος,Αποκτώντας

privates => στρατιώτες, privateness => ιδιωτικότητα, privately held corporation => Ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία, privately => εγκληματικά, privateersman => πειρατής,