FAQs About the word acquiring

Αποκτώντας

the act of acquiring somethingof Acquire

συσσώρευση,κέρδος,ιδιοκτησία,έλεγχος,κατοχή

απουσία,στέρηση,έλλειψη,απώλεια,ανάγκη,στέρηση,θέλω,Έλλειψη,στέρηση

acquirer => Αποκτών, acquirement => απόκτηση, acquired taste => Επίκτητο γούστο, acquired reflex => Επίκτητο αντανακλαστικό, acquired immunity => Επίκτητη ανοσία,