Greek Meaning of acquisitively

κτητικά

Other Greek words related to κτητικά

Definitions and Meaning of acquisitively in English

Webster

acquisitively (adv.)

In the way of acquisition.

FAQs About the word acquisitively

κτητικά

In the way of acquisition.

φιλάργυρος,άπληστος,επιθυμητός,πρόθυμος,Ταιριαστός,μισθοφόρος,πρόθυμος,άρπαγας,αρπαγή,Υλιστικός

αλτρουιστικός,άφθονα,άφθονος,φιλανθρωπικός,ελεγχόμενος,γενναιόδωρος,όμορφος,φιλελεύθερος,γενναιόδωρος,γενναιόδωρος

acquisitive => αποκτηστικός, acquisition agreement => συμφωνία εξαγοράς, acquisition => απόκτηση, acquisite => αποκτώ, acquiry => εξαγορά,