Greek Meaning of controlled
ελεγχόμενος
Other Greek words related to ελεγχόμενος
- συγκρατημένος
- με αυτοπειθαρχία
- ανασταλμένος
- συγκρατημένος
- υπολογισμένος
- εσκεμμένος
- μετρημένος
- μέτριος
- αυτοελεγχόμενος, εγκρατής
- αυτοθυσία
- αυτοπειθαρχημένος
- εύκρατο
- μέσος
- ψύχραιμος
- μέτριος
- μέσο
- σεμνός
- φυσιολογικός
- συνηθισμένος
- λογικός
- λογικός
- ρουτίνα
- μεταλλεύματα
- run-of-the-mine
- ε разумный
- μέτριος
- τυπικός
- συνήθης
Nearest Words of controlled
- controllable => ελεγχόμενο
- control tower => πύργος ελέγχου
- control system => Σύστημα ελέγχου
- control surface => Επιφάνεια ελέγχου
- control stock => Μετοχή ελέγχου
- control stick => μοχλός ελέγχου
- control room => αίθουσα ελέγχου
- control rod => ράβδος ελέγχου
- control panel => Πίνακας ελέγχου
- control operation => Λειτουργία ελέγχου
- controlled substance => ελεγχόμενη ουσία
- controller => ελεγκτής
- controllership => τεχνική ελέγχου
- controlling => Ελεγχόμενος
- controlling interest => Ελεγχόμενος μέτοχος
- controversial => αμφιλεγόμενος
- controversialist => αντιφρονούσας
- controversially => αμφιλεγόμενα
- controversy => διαμάχη
- controvert => αμφισβητώ
Definitions and Meaning of controlled in English
controlled (a)
restrained or managed or kept within certain bounds
FAQs About the word controlled
ελεγχόμενος
restrained or managed or kept within certain bounds
συγκρατημένος,με αυτοπειθαρχία ,ανασταλμένος,συγκρατημένος,υπολογισμένος,εσκεμμένος,μετρημένος,μέτριος,αυτοελεγχόμενος, εγκρατής,αυτοθυσία
υπερβολικός,ακραίο,υπερβολικός,παράλογος,ριζοσπαστικός,παράλογος,εξτρεμιστής,φανατικός,υπερβολικός,ακραίος
controllable => ελεγχόμενο, control tower => πύργος ελέγχου, control system => Σύστημα ελέγχου, control surface => Επιφάνεια ελέγχου, control stock => Μετοχή ελέγχου,