Greek Meaning of controversially
αμφιλεγόμενα
Other Greek words related to αμφιλεγόμενα
Nearest Words of controversially
- controversialist => αντιφρονούσας
- controversial => αμφιλεγόμενος
- controlling interest => Ελεγχόμενος μέτοχος
- controlling => Ελεγχόμενος
- controllership => τεχνική ελέγχου
- controller => ελεγκτής
- controlled substance => ελεγχόμενη ουσία
- controlled => ελεγχόμενος
- controllable => ελεγχόμενο
- control tower => πύργος ελέγχου
Definitions and Meaning of controversially in English
controversially (r)
involving controversy
FAQs About the word controversially
αμφιλεγόμενα
involving controversy
Αμφιλεγόμενος,επιχειρηματικός,δύσκολο,Καυτό θέμα,πολεμική,πολεμικός,προβληματικός,προβληματικός,σκληρός,λεπτός
αναμφισβήτητος,αναμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητο,ασφαλής,αναμφισβήτητο,Αδιαμφισβήτητος,αναμφισβήτητο,αδιαμφισβήτητο,αδιαμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητος
controversialist => αντιφρονούσας, controversial => αμφιλεγόμενος, controlling interest => Ελεγχόμενος μέτοχος, controlling => Ελεγχόμενος, controllership => τεχνική ελέγχου,