Greek Meaning of controllership
τεχνική ελέγχου
Other Greek words related to τεχνική ελέγχου
Nearest Words of controllership
- controller => ελεγκτής
- controlled substance => ελεγχόμενη ουσία
- controlled => ελεγχόμενος
- controllable => ελεγχόμενο
- control tower => πύργος ελέγχου
- control system => Σύστημα ελέγχου
- control surface => Επιφάνεια ελέγχου
- control stock => Μετοχή ελέγχου
- control stick => μοχλός ελέγχου
- control room => αίθουσα ελέγχου
Definitions and Meaning of controllership in English
controllership (n)
the position of controller
FAQs About the word controllership
τεχνική ελέγχου
the position of controller
έλεγχος,ρυθμισтель,ενεργοποιητής,επιλογέας,κουμπί,καντράν,κλειδί,πόμολο,μόχλος,διακόπτης
No antonyms found.
controller => ελεγκτής, controlled substance => ελεγχόμενη ουσία, controlled => ελεγχόμενος, controllable => ελεγχόμενο, control tower => πύργος ελέγχου,