Greek Meaning of controllable
ελεγχόμενο
Other Greek words related to ελεγχόμενο
- Επιδεκτικός
- συμβατός
- υπάκουος
- Κυβερνήσιμος
- διαχειρίσιμο
- διαχειρίσιμος
- υπάκουος
- εξημερώνω
- Διδάξιμος
- χειραγωγίσιμος
- εκπαιδεύσιμος
- συγκαταβατικός
- ευχάριστος
- φιλικός
- υπάκουος
- Συμφωνούσα
- άξιος τιμωρίας
- υπάκουος
- νομοταγής
- ειρηνικός
- υποτακτικός
- υποχωρητικός
- περιορισμένος
- ευπρεπής
- με αυτοπειθαρχία
- φιλότιμος
- ανασταλμένος
- ευγενικός
- προθυμος
- οργανωμένος
- καταπιεσμένος
- συγκρατημένος
- μαλακός
- συγκρατημένος
- παράδοση
- ανεξέλεγκτο
- αδιαχειρίστη
- Άγρια
- κακός
- δύστροπος
- προκλητικός
- ακατάστατη
- επίμονος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- σκανταλιάρης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- δύστροπος
- διεστραμμένος
- ανθεκτικό
- πεισματάρης
- αμετάπειστος
- αντίθετος
- αυθάδης
- ανυπάκουος
- περιπλανώμενος
- δυσάρεστος
- απείθαρχος
- αδάμαστος
- Κακός
- άτακτος
- μη συμμορφωμένο
- Θορυβώδης
- πεισματάρης
- επαναστάτης
- επαναστατημένος
- ανυπότακτος
- πυρίμαχος
- ανήσυχος
- αυθάδης
- Ακυβέρνητος
- άτακτος
- δυσμενής
- ατίθασος
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- απείθαρχος
Nearest Words of controllable
- control tower => πύργος ελέγχου
- control system => Σύστημα ελέγχου
- control surface => Επιφάνεια ελέγχου
- control stock => Μετοχή ελέγχου
- control stick => μοχλός ελέγχου
- control room => αίθουσα ελέγχου
- control rod => ράβδος ελέγχου
- control panel => Πίνακας ελέγχου
- control operation => Λειτουργία ελέγχου
- control key => Πλήκτρο ελέγχου
- controlled => ελεγχόμενος
- controlled substance => ελεγχόμενη ουσία
- controller => ελεγκτής
- controllership => τεχνική ελέγχου
- controlling => Ελεγχόμενος
- controlling interest => Ελεγχόμενος μέτοχος
- controversial => αμφιλεγόμενος
- controversialist => αντιφρονούσας
- controversially => αμφιλεγόμενα
- controversy => διαμάχη
Definitions and Meaning of controllable in English
controllable (s)
capable of being controlled
FAQs About the word controllable
ελεγχόμενο
capable of being controlled
Επιδεκτικός,συμβατός,υπάκουος,Κυβερνήσιμος,διαχειρίσιμο,διαχειρίσιμος,υπάκουος,εξημερώνω,Διδάξιμος,χειραγωγίσιμος
ανεξέλεγκτο,αδιαχειρίστη,Άγρια,κακός,δύστροπος,προκλητικός,ακατάστατη,επίμονος,πεισματάρης,πεισματάρης
control tower => πύργος ελέγχου, control system => Σύστημα ελέγχου, control surface => Επιφάνεια ελέγχου, control stock => Μετοχή ελέγχου, control stick => μοχλός ελέγχου,