Greek Meaning of resistant
ανθεκτικό
Other Greek words related to ανθεκτικό
- προκλητικός
- διστακτικός
- αντίθετο
- αντίθετος
- απρόθυμος
- αντιστάμενο
- εκούσιος
- επιζήμιος
- εναντίον
- αποστροφή
- δύστροπος
- Αντιφατικό
- αντίθετος
- σκληρός
- εχθρικός
- απείθαρχος
- αδάμαστος
- επαναστάτης
- επαναστατημένος
- ανυπότακτος
- πυρίμαχος
- άτακτος
- απρόθυμος
- ατίθασος
- εσκεμμένος
- ανταγωνιστικός
- αντιρρόπηση
- αντιμετώπιση
- αυθάδης
- μετρητής
- μειονεκτικός
- απρόθυμος
- δυσάρεστος
- ασύμβατος
- άκαμπτος
- εχθρικός
- αποκρουστικός
- αρνητικός
- Θορυβώδης
- επιβλαβής
- αρνητής
- αμείλικτος
- πρύμνη
- άκαμπτος
- δυσμενής
- σταθερός
- ανεπιθύμητος
- Ακυβέρνητος
- αμείλικτος
- ανανταγωνιστικό
- δυσμενής
Nearest Words of resistant
- resistance unit => Μονάδα αντίστασης
- resistance thermometer => Θερμόμετρο αντίστασης
- resistance pyrometer => Πυρόμετρο αντίστασης
- resistance frame => Πλαίσιο αντίστασης
- resistance => αντίσταση
- resist => αντιστέκομαι
- resipiscence => μετάνοια
- resiny => ρητινώδης
- resinousness => ρητινικότητα
- resinously => ρητινώδης
Definitions and Meaning of resistant in English
resistant (s)
relating to or conferring immunity (to disease or infection)
able to tolerate environmental conditions or physiological stress
impervious to being affected
disposed to or engaged in defiance of established authority
incapable of absorbing or mixing with
resistant (a.)
Making resistance; resisting.
resistant (n.)
One who, or that which, resists.
FAQs About the word resistant
ανθεκτικό
relating to or conferring immunity (to disease or infection), able to tolerate environmental conditions or physiological stress, impervious to being affected, d
προκλητικός,διστακτικός,αντίθετο,αντίθετος,απρόθυμος,αντιστάμενο,εκούσιος,επιζήμιος,εναντίον,αποστροφή
καλοήθης,φιλικός,ανεκτικός,κατανόηση,δίχως αντίσταση,συμμορφούμενος,ευνοϊκός,Φιλικός,ευχάριστος,φιλικός
resistance unit => Μονάδα αντίστασης, resistance thermometer => Θερμόμετρο αντίστασης, resistance pyrometer => Πυρόμετρο αντίστασης, resistance frame => Πλαίσιο αντίστασης, resistance => αντίσταση,