Greek Meaning of competing

ανταγωνιστικός

Other Greek words related to ανταγωνιστικός

Definitions and Meaning of competing in English

competing

in a state of rivalry or competition (as for position, profit, or a prize)

FAQs About the word competing

ανταγωνιστικός

in a state of rivalry or competition (as for position, profit, or a prize)

Ανταγωνιστικός,οδήγηση,Πεινασμένος,βιαστικός,αντίπαλος,επιθετικός,κινούμενη,αποφασισμένος,επιμελής,δυναμικός

αδιάφορος ,ανεπίσημος,αδιάφορος,αδιάφορος,μη ενθουσιασμένος,αδιάφορος,εύκολος,χλιαρός,αδιάφορος,τεμπέλης

competencies => Ικανότητες, competences => αρμοδιότητες, competed => ανταγωνίστηκε, compensations => αποζημιώσεις, compensating (for) => αποζημιωτικός (για),