Greek Meaning of competing
ανταγωνιστικός
Other Greek words related to ανταγωνιστικός
- Ανταγωνιστικός
- οδήγηση
- Πεινασμένος
- βιαστικός
- αντίπαλος
- επιθετικός
- κινούμενη
- αποφασισμένος
- επιμελής
- δυναμικός
- πρόθυμος
- επιχειρηματικός
- εργατικός
- ζωηρός
- παρακινημένος
- Ανταγωνιστικός
- φιλόδοξος
- φλογερός
- φιλόδοξος
- διεκδικητικός
- πρόθυμος
- Ενεργητικός
- Γεμάτος ενθουσιασμό και αφοσίωση
- παθιασμένος
- απότομος
- opportunιστικός
- επιτηδευμένος
- ωθώντας
- επιθετικός
- ανυπόμονος
- φτωχό
- ζωηρός
- τολμηρός
- τολμηρός
- ζωηρός
- άψογος
Nearest Words of competing
- competencies => Ικανότητες
- competences => αρμοδιότητες
- competed => ανταγωνίστηκε
- compensations => αποζημιώσεις
- compensating (for) => αποζημιωτικός (για)
- compensating => αντιστάθμιση
- compensated (for) => αποζημιωμένος (για)
- compensate (for) => Αντισταθμίζω (για)
- compends => επιτομές
- compendiums => επιτομές
Definitions and Meaning of competing in English
competing
in a state of rivalry or competition (as for position, profit, or a prize)
FAQs About the word competing
ανταγωνιστικός
in a state of rivalry or competition (as for position, profit, or a prize)
Ανταγωνιστικός,οδήγηση,Πεινασμένος,βιαστικός,αντίπαλος,επιθετικός,κινούμενη,αποφασισμένος,επιμελής,δυναμικός
αδιάφορος ,ανεπίσημος,αδιάφορος,αδιάφορος,μη ενθουσιασμένος,αδιάφορος,εύκολος,χλιαρός,αδιάφορος,τεμπέλης
competencies => Ικανότητες, competences => αρμοδιότητες, competed => ανταγωνίστηκε, compensations => αποζημιώσεις, compensating (for) => αποζημιωτικός (για),