Greek Meaning of competences
αρμοδιότητες
Other Greek words related to αρμοδιότητες
Nearest Words of competences
- competed => ανταγωνίστηκε
- compensations => αποζημιώσεις
- compensating (for) => αποζημιωτικός (για)
- compensating => αντιστάθμιση
- compensated (for) => αποζημιωμένος (για)
- compensate (for) => Αντισταθμίζω (για)
- compends => επιτομές
- compendiums => επιτομές
- compendiousness => επιτομή
- compendia => συλλογές
Definitions and Meaning of competences in English
competences
the knowledge that enables a person to speak and understand a language, the quality or state of having sufficient knowledge, judgment, skill, or strength (as for a particular duty or in a particular respect), legal authority, ability, or admissibility, the quality or state of being competent
FAQs About the word competences
αρμοδιότητες
the knowledge that enables a person to speak and understand a language, the quality or state of having sufficient knowledge, judgment, skill, or strength (as fo
ικανότητες,Ικανότητες,ικανότητες,δυνατότητες,Δυνατότητες,σχολές,δεξιότητες,ταλέντα,διευθύνσεις,επαρκείες
αναπηρίες,ανικανότητες,ανικανότητες,ανικανότητες,αδυναμίες,ελλείψεις,μειώσεις αξίας,ελλείψεις,ανικανότητες,ανικανότητες
competed => ανταγωνίστηκε, compensations => αποζημιώσεις, compensating (for) => αποζημιωτικός (για), compensating => αντιστάθμιση, compensated (for) => αποζημιωμένος (για),