Greek Meaning of incapacitations
ανικανότητες
Other Greek words related to ανικανότητες
- Ζημιές
- αδυναμίες
- ελλείψεις
- Δυσλειτουργίες
- αστοχίες
- ανικανότητες
- ανικανότητες
- τραυματισμοί
- αδυναμίες
- ελλείμματα
- ζημίες
- αναπηρίες
- σφάλματα
- βλάβες
- πονάει
- μειώσεις αξίας
- ατέλειες
- ανικανότητες
- ελλείψεις
- δυσκολίες
- ανεπάρκειες
- στερείται
- υποχρεώσεις
- ασθένειες
- ανάγκες
- ελλείψεις
- ελλείψεις
- θέλει
- Θλίψεις
- χρεώσεις
- Αναπηρίες
- μειονεκτήματα
- Μειονεκτήματα
- μειονεκτήματα
- αναπηρίες
- ελλείψεις
- αρνητικά
Nearest Words of incapacitations
Definitions and Meaning of incapacitations in English
incapacitations
to make legally incapable or ineligible, to deprive of capacity or natural power, to make incapable
FAQs About the word incapacitations
ανικανότητες
to make legally incapable or ineligible, to deprive of capacity or natural power, to make incapable
Ζημιές,αδυναμίες,ελλείψεις,Δυσλειτουργίες,αστοχίες,ανικανότητες,ανικανότητες,τραυματισμοί,αδυναμίες,ελλείμματα
ικανότητες,δυνατότητες,Δυνατότητες,Ικανότητες,αρμοδιότητες,σχολές
incapacitates => καθιστά ανίκανο, incapabilities => ανικανότητες, incantations => Επικαλούμενη, incandescently => λαμπερά, incandescent lamps => λαμπτήρες πυρακτώσεως,