Greek Meaning of inabilities

ανικανότητες

Other Greek words related to ανικανότητες

Definitions and Meaning of inabilities in English

inabilities

lack of sufficient power, resources, or capacity, lack of ability, power, or means

FAQs About the word inabilities

ανικανότητες

lack of sufficient power, resources, or capacity, lack of ability, power, or means

ανικανότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,ανεπάρκεια,ακύρωση,ανεπάρκεια,ανικανότητα,ανικανότητα,ανικανότητα,Ανικανότητα

ικανότητα,επάρκεια,ικανότητα,χωρητικότητα,ικανότητα,ικανότητα,λυγισμένος,αρμοδιότητα,αποτελεσματικότητα,αποδοτικότητα

in whole => συνολικά, in virtue of => βάσει, in view of => εν όψει, in unison => σε αρμονία, in the thick of => στο επίκεντρο,