Greek Meaning of talent
ταλέντο
Other Greek words related to ταλέντο
- ικανότητα
- ταλέντο
- Δώρο
- ικανότητα
- συγγένεια
- λυγισμένος
- προίκισμα
- μάτι
- Σχολή
- διάνοια
- δεξιότητα
- τάση
- Προκατάληψη
- ικανότητα
- χωρητικότητα
- ικανότητα
- διάθεση
- εγκατάσταση
- νιώθω
- συνήθεια
- κεφάλι
- ώθηση
- κλίση
- ένστικτο
- στηριζόμενος
- μυαλό
- μύτη
- μεροληψία
- προτίμηση
- δυνητικός
- δύναμη
- προτίμηση
- προδιάθεση
- ευελιξία
- επάρκεια
- Τάση
- Ειδικότητα
- αγγίζω
- σειρά
- τρόπος
Nearest Words of talent
Definitions and Meaning of talent in English
talent (n)
natural abilities or qualities
a person who possesses unusual innate ability in some field or activity
talent (v. t.)
Among the ancient Greeks, a weight and a denomination of money equal to 60 minae or 6,000 drachmae. The Attic talent, as a weight, was about 57 lbs. avoirdupois; as a denomination of silver money, its value was
Among the Hebrews, a weight and denomination of money. For silver it was equivalent to 3,000 shekels, and in weight was equal to about 93/ lbs. avoirdupois; as a denomination of silver, it has been variously estimated at from
Inclination; will; disposition; desire.
Intellectual ability, natural or acquired; mental endowment or capacity; skill in accomplishing; a special gift, particularly in business, art, or the like; faculty; a use of the word probably originating in the Scripture parable of the talents (Matt. xxv. 14-30).
FAQs About the word talent
ταλέντο
natural abilities or qualities, a person who possesses unusual innate ability in some field or activityAmong the ancient Greeks, a weight and a denomination of
ικανότητα,ταλέντο,Δώρο,ικανότητα,συγγένεια,λυγισμένος,προίκισμα,μάτι,Σχολή,διάνοια
Αναπηρία,αναπηρία,ανικανότητα,ανικανότητα,αδυναμία,μειονέκτημα
talegalla => Φραγκόκοτες, taleful => αφηγηματικός, taled => ουρά, talebearing => κουτσομπολιό, talebearer => κουτσομπολιό,