Greek Meaning of inclination
κλίση
Other Greek words related to κλίση
- συγγένεια
- ικανότητα
- συσκευές
- τάση
- εθισμός
- αγάπη
- όρεξη
- λυγισμένος
- Προκατάληψη
- κόκαλο
- διάθεση
- διάνοια
- ώθηση
- ικανότητα
- στηριζόμενος
- μεροληψία
- προτίμηση
- προτίμηση
- προδιάθεση
- προτίμηση
- ευελιξία
- Τάση
- ταλέντο
- σειρά
- σύμβαση
- συνήθεια
- Εκκεντρικότητα
- προίκισμα
- Σχολή
- φανταχτερός
- χάρη
- ταλέντο
- στοργή
- φρούριο
- Δώρο
- συνήθεια
- συνήθεια
- Ιδιοσυγκρασία
- σαν
- συμπάθεια
- κομματισμός
- μοτίβο
- ιδιαιτερότητα
- Πρακτική
- εξάσκηση
- προκατάληψη
- ιδιοτροπία
- ρουτίνα
- μοναδικότητα
- ειδικότητα
- Ειδικότητα
- γεύση
- τρόπος
- δεν θα
- μονόπλευροτητα
Nearest Words of inclination
Definitions and Meaning of inclination in English
inclination (n)
an attitude of mind especially one that favors one alternative over others
(astronomy) the angle between the plane of the orbit and the plane of the ecliptic stated in degrees
(geometry) the angle formed by the x-axis and a given line (measured counterclockwise from the positive half of the x-axis)
(physics) the angle that a magnetic needle makes with the plane of the horizon
that toward which you are inclined to feel a liking
the property possessed by a line or surface that departs from the vertical
a characteristic likelihood of or natural disposition toward a certain condition or character or effect
the act of inclining; bending forward
FAQs About the word inclination
κλίση
an attitude of mind especially one that favors one alternative over others, (astronomy) the angle between the plane of the orbit and the plane of the ecliptic s
συγγένεια,ικανότητα,συσκευές,τάση,εθισμός,αγάπη,όρεξη,λυγισμένος,Προκατάληψη,κόκαλο
Αλλεργία,απέχθεια,Απόσπαση,δυσμένεια,απροθυμία,Αντιπάθεια,Αηδία,Αμεροληψία,Ο ουδετερότητα,αντικειμενικότητα
inclinableness => Κλίση, inclinable => ρυθμιζόμενο, inclementness => Δυσμενείς συνθήκες, inclemently => κακοκαιρία, inclement => βαρύς,